- δαιμονολογικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη δαιμονολογία: Υπάρχουν επιστήμονες που ασχολούνται με δαιμονολογικές μελέτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.